- τρυπαλώπηξ
- -εκος, ὁ και ἡ, Α1. αλεπού που χώνεται παντού2. μτφ. (στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα και να διεισδύει παντού για να πετύχει τους δόλιους σκοπούς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + ἀλώπηξ].
Dictionary of Greek. 2013.